- ἀκατεργάστων
- ἀκατέργαστοςnot cultivatedmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βυρσοδεψία — Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες που κάνουν άσηπτα και αδιάβροχα τα δέρματα των ζώων. Η χρήση των δερμάτων για προστατευτικά καλύμματα και ενδύματα έχει τις ρίζες της στους προϊστορικούς χρόνους. Πολυάριθμες ενδείξεις παρουσιάζουν ως… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
διαμάντι — Ορυκτό που αποτελείται αποκλειστικά από άνθρακα κρυσταλλωμένο στο κυβικό ή μονομετρικό σύστημα. Στην καθαρή του μορφή είναι άχρωμο. Η τυχαία παρουσία ξένων ουσιών τού προσδίδει ελαφρές ή έντονες αποχρώσεις, οι οποίες ελαττώνουν ή αυξάνουν την… … Dictionary of Greek
καδρόνιασμα — το [καδρονιάζω] 1. το στρώσιμο δαπέδου με καδρόνια 2. ο τετραγωνισμός ακατέργαστων δοκαριών, η διαμόρφωσή τους σε καδρόνια … Dictionary of Greek
κηροζίνη — Λέξη ρωσικής προέλευσης, που χαρακτηρίζει τα προϊόντα της απόσταξης των ακατέργαστων ορυκτελαίων μεταξύ 150°C και 310°C. Αυτά τα προϊόντα (κλάσματα) της απόσταξης ονομάζονται πετρέλαιο υπό στενή έννοια. Ωστόσο, ο όρος πετρέλαιο έχει καθιερωθεί να … Dictionary of Greek
σιδηρομεταλλουργία — η, Ν 1. το σύνολο τών βιομηχανικών εργασιών που γίνονται με σκοπό την παραγωγή ακατέργαστων ή ημικατεργασμένων προϊόντων τού σιδήρου με επεξεργασία τών μεταλλευμάτων του 2. η βιομηχανική μονάδα που παράγει τέτοια προϊόντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο *… … Dictionary of Greek
τεχνολογία — Όρος με διάφορες έννοιες. Στη γραμματική είναι, η ανάλυση μιας λέξης ή ενός κειμένου. Στην οικονομία, είναι η επιστημονική έκθεση των μέσων με τα οποία η πρώτη ύλη μετατρέπεται σε βιομηχανικό προϊόν. Ο κλάδος αυτός της επιστήμης ερευνά τις… … Dictionary of Greek
φαρμακοπώλης — ο, ΝΑ νεοελλ. πωλητής ακατέργαστων φαρμάκων και ιδιοσκευασμάτων αρχ. πωλητής φαρμάκων, δηλητηρίων, ψιμυθίων, χρωμάτων, βοτάνων κ.ά. παρεμφερών προϊόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + πώλης*] … Dictionary of Greek
βιτουμένια — (bitumen).Όρος που χρησιμοποίησαν οι Ρωμαίοιγια διάφορους τύπους φυσικών υδρογονανθράκων. Σήμερα, εξαιτίας των πολυάριθμων βιομηχανικών εφαρμογών τους, υπάρχει συχνά η τάση να περιορίζεται η έννοιά τους σε εκείνα τα μείγματα των υδρογονανθράκων… … Dictionary of Greek
γαζόλιο — Κλάσμα που λαμβάνεται από την απόσταξη των ακατέργαστων ορυκτελαίων ή από τα έλαια των εγκαταστάσεων της πυρόλυσης, που κυμαίνεται μεταξύ των οριακών θερμοτήτων απόσταξης του πετρελαίου και λιπαντικών ελαίων. Η περιοχή αυτή των θερμοκρασιών… … Dictionary of Greek